- ἀποσκίασμα
- ἀποσκῐ-ασμα, ατος, τό,A shadow, ἀ. τροπῆς a shadow cast by turning, Ep.Jac.1.16, cf. Porph. in Ptol.193, Suid. s.v. ἀνθήλιος.II illusion, deceit, Men. Prot.p.118 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποσκίασμα — shadow neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απόσκιασμα — το (ΑΜ ἀποσκίασμα) η σκιά αρχ. σκιαγράφημα … Dictionary of Greek
ἀποσκιάσμασι — ἀποσκίασμα shadow neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκιάσματα — ἀποσκίασμα shadow neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκιάσματι — ἀποσκίασμα shadow neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσκιάσματος — ἀποσκίασμα shadow neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δενδροαποσκίασμα — και δενδροαπεσκίασμα, το (Μ) σκιά δένδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρο (ν) + αποσκίασμα «σκιά»] … Dictionary of Greek